ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ

Τζεφ Μοντάνα: «Κανένας δεν μπορεί να σου πει ποιος είσαι»

Christos Chatzis
Εκτ. Χρόνος Ανάγνωσης: 11λ. 5δ.

Χτύπησα το κουδούνι στο σπίτι της Τζεφ Μοντάνα και δεν άκουσα κίνηση. Στη δεύτερη προσπάθεια, την πήρα τηλέφωνο∙ «έρχομαι τώρα με το αμάξι», μου είπε. Σε λίγα λεπτά παρκάρει, βγαίνει μαζί με τον σύντροφό της, τον Μπούμπου. Με αγκαλιάζει και, με την αφοπλιστική ευθύτητα που τη διακρίνει, πετάει: «σε περίμενα χοντρό, κοντό και άσχημο από τη φωνή σου στο τηλέφωνο».

Αντί για το πάνω διαμέρισμα, όπου γινόταν ανακαίνιση, με οδηγεί στον πίσω χώρο, στο ισόγειο σπιτάκι που χρησιμοποιεί προσωρινά. Η αρχική μας ιδέα ήταν να βγάλουμε φωτογραφίες στο ανακαινιζόμενο διαμέρισμα∙ να πιάσουμε, με αφορμή τη μεταμόρφωση του χώρου, μια εικόνα της ίδιας στο μεταίχμιο.

Λίγη ώρα αργότερα ανεβαίνουμε με το ασανσέρ στο φωτεινό, διώροφο διαμέρισμα με θέα τη θάλασσα. Η Τζεφ έχει ήδη άλλη, «ωραία ιδέα»: να πεταχτούμε στη Βούλα για τη βουτιά της ημέρας – τελετουργία που, όπως λέει, την τηρεί και τον χειμώνα (ήταν μέσα Νοέμβρη όταν την επισκέφθηκα). «Πηγαίνω, κολυμπάω, κι ύστερα συνήθως γράφω λίγες σκέψεις», μου εξηγεί.

Ντύνεται γρήγορα, ρωτά τον Μπούμπου αν θέλει να έρθει (εκείνος προτιμά να μείνει – ήταν το ρεπό του) και ξεκινάμε. Στον δρόμο σταματάμε για χυμό∙ μιλάει με τα παιδιά στο μαγαζί, παρατηρεί ότι κάποιος λείπει – «πήγε φαντάρος», της λένε.

Στην παραλία είμαστε σχεδόν μόνοι. Εκεί, με το φως να γλυκαίνει, μπαίνει στη θάλασσα: ψηλόλιγνη, με τις καμπύλες «εκεί που πρέπει», όπως θα έλεγε κάποιος της μόδας, ένα σώμα που γράφει στο φακό χωρίς να προσπαθεί. Το «wet look», δώρο της αλμύρας, καλύτερο από κάθε στημένο χτένισμα.

Στον δρόμο του γυρισμού η κουβέντα γυρνά στο τι την ενοχλεί περισσότερο. «Το να είμαι basic», λέει χωρίς δισταγμό. Για εκείνη, το γκλάμουρ δεν είναι υπερβολή, αλλά «το φυσιολογικό στην ανθρώπινη ζωή», ενώ η τυποποιημένη «βασικότητα», για παράδειγμα στο στιλ μιας ειδησεογραφικής παρουσιάστριας, «μοιάζει αφύσικη». Τη ρωτάω αν αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος της. Γελά: «Όχι. Πιο πολύ φοβάμαι τη μοναξιά, την έλλειψη αγάπης και εγγύτητας».

Πίσω στο διαμέρισμα φοράει κάτι casual και τη φωτογραφίζω στα σημεία του «εν ανακαινίσει» σπιτιού. Οι πόζες έρχονται χωρίς προσπάθεια. Όταν πάω να φύγω, με επαναφέρει στην τάξη: «Πού πας; Η συνέντευξη;»

Έχουμε ήδη μιλήσει για πολλά (με την Τζεφ δεν υπάρχει «απαγορευμένο» θέμα) και ανεβαίνουμε στο μπαλκόνι για να αρχίσουμε. Πριν βγούμε, μου δείχνει φωτογραφίες της μεγαλύτερης αδελφής της από τα εφηβικά της χρόνια: μια ξανθιά καλλονή, με κάτι από Κέιτ Μος. «Η Τζεφ είναι η μελαχρινή της οικογένειας» σκέφτομαι.

Μου δείχνει και μια βαλσαμωμένη σαύρα – αναμνηστικό από την Αφρική που έφεραν οι γονείς της, που ήρθαν από την Αιθιοπία∙ Έλληνας ο πατέρας, Βελγίδα η μαμά. «Δεν μπορώ ούτε να τη βλέπω», λέει σοβαρά.

Βγαίνουμε στο μπαλκόνι.

Η Τζεφ μιλά για το τραύμα με μια σπάνια ωριμότητα. Την ρωτώ πoια σκηνή από τη ζωή της, αν αυτή ήταν ταινία, θα σκηνοθετούσε από την αρχή. «Καταρχήν να πω ότι θεωρώ ότι όταν επισκεφτόμαστε το τραύμα μας από ένα μέρος ασφάλειας, όπως αυτό που κάνουμε τώρα, που είτε είναι γράφουμε ένα σενάριο, είτε σκηνοθετούμε μία σκηνή, αυτός είναι και ο τρόπος για να το ξεπεράσεις, να το θεραπεύσεις το πράγμα, να επισκεφτείς το τραύμα σου από ένα μέρος ασφάλειας και να το ξαναδείς.»

Θυμάται την Τρίτη Δημοτικού, όταν ο πατέρας της κατέβαινε για δήμαρχος και «για να δείξει τον ανδρισμό του» μπροστά σε «μάτσο δημοτικούς συμβούλους» τη μείωνε για την εμφάνιση και τη θηλυκότητα που εξέπεμπε. «…και εκείνος, για να μου πει να μην είμαι π@@στης, με βάραγε μπροστά… με βάρεσε, ας πούμε, πολλές φορές…». Σήμερα, λέει, θα αντιδρούσε αλλιώς: «…η δύναμη του να φεύγεις. Θα έφευγα ή θα έτρεχα… Η συγχώρεση είναι κάτι πολύ κακό που μας έχουν μάθει να κάνουμε…»

Η φράση-καύσιμο που θα έδινε σε ένα παιδί που ψάχνεται; Δεν θέλει πολλές λέξεις: «Αυτό: κανένας δεν μπορεί να σου πει ποιος είσαι, παρά μόνο ο εαυτός σου. Κανένας δεν μπορεί να σου πει ποιος είσαι. Μην αφήνεις κανέναν να σου λέει ποιος είσαι.»

Έχει ζήσει Λος Άντζελες και ελληνική επαρχία∙ δύο κόσμοι που δύσκολα χωρούν στο ίδιο κάδρο. Ποιο περιβάλλον θεωρεί πιο επικίνδυνο για έναν καλλιτέχνη;

«Είναι διαφορετικό. Ναι. Το Los Angeles θεωρώ πιο επικίνδυνο… γιατί εδώ πέρα ο εχθρός παρουσιάζεται λιγάκι πιο ειλικρινής… Εκεί πέρα θεωρητικά σε δέχονται… αλλά μετά δεν γίνεται αυτό. Γιατί δεν σε καταλαβαίνει και κανείς.»

Στήνει, με λίγες γραμμές, το πορτρέτο μιας βιομηχανίας που «εργαλειοποιεί» την ταυτότητα και τον πόνο «στο βωμό της εικόνας και του μάρκετινγκ». «Σε καταλαβαίνουν όπως θέλουν να σε καταλάβουν για να σε πουλήσουν σε ένα περιοδικό ως “η τρανς, ακτιβίστρια, γυναίκα, πρότυπο, βίγκαν, Μπέρνι Σάντερς, αντι-republican”, ένα πακετάκι.» Η καταληκτική της κρίση είναι σκληρή: «Η Αμερική για μένα είναι η χειρότερη.»

Την ρωτώ αν η τέχνη είναι διαφυγή. «Μπορεί να το βρει κάποιος σε ένα cult με πολύ κακή ενέργεια που θέλουν να κάνουν κακό στον εαυτό τους, ας πούμε, ομαδικά… Ή μπορεί να το βρουν κάπου που πραγματικά μπορούν να εκφράσουν ό,τι αλλόκοτο έχουν μέσα τους… και αυτό να είναι πάρα πολύ καθαρτικό. Αυτός και είναι και ο σκοπός της τέχνης.»

Προσθέτει όμως μια προειδοποίηση για τη «γενιά του ίντερνετ»: «…με το Instagram και με το branding και με το self-branding που γίναμε όλοι celebrity… νομίζω αυτό τους έκανε να εξαρτώνται πάρα πολύ στο φαντασιακό… να χάνονται… και να μην έχουν πια επαφή με την πραγματικότητα, με το τώρα. Οπότε θεωρώ είναι ένα μέσο διαφυγής, αλλά αν το αφήσεις τελείως, μπορεί να ξεφύγει. Ας είναι τα πράγματα λίγο βαρετά και ήρεμα και ok, απλά.»

Στο πιο σκληρό θέμα, την απώλεια της Sophie (γνωστής μουσικού με την οποία είχε σχέση και έφυγε τραγικά από τη ζωή), δεν φορά καμία πανοπλία. «Για το θάνατο μιλάμε τώρα. Είναι το πιο υπαρξιακό… δεν χωράει στον ανθρώπινο νου.» Περιγράφει την απότομη πτώση από την κορυφή της δημόσιας λατρείας στην απόλυτη σιωπή: «…από εκεί που είσαι απόλυτος θεός και χειροκροτιέσαι… και είσαι στα Όσκαρ, στα Γκράμι… γυρνάς σε όλο τον κόσμο και είσαι πάρα πολύ σημαντικός… ξαφνικά όλο αυτό τελειώνει με την απόλυτη σιωπή και βλέπεις μαύρο. Είναι η προσγείωση απότομη και νομίζω ότι δεν επιβιώνεις εύκολα αυτής.»

Δεν πιστεύει στη «συμφιλίωση»: «Δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με αυτό. Δεν συμφιλιώνεσαι, όχι…». Πέντε χρόνια μετά, ακόμη «κλαίει, φωνάζει, γράφει, κάνει», γίνεται «πιο δυνατή και πιο σκληρή», αλλά αποδέχεται ότι μια πρόταση που να χωρά αυτόν τον θρήνο «δεν θα υπάρξει εύκολα».

Αν επιμελούνταν ένα νέο φεστιβάλ στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι καθαρά ελληνική και βαθιά ανθρωποκεντρική: «…να γιορτάζει τον Διόνυσο. Την έννοια του να γιορτάζουμε κάτι. Και όταν γιορτάζεις κάτι, είσαι μακριά από εχθρικότητα, πόλεμο και μίσος… Να γιορτάσουμε τον άνθρωπο και την έννοια της ηδονής και του festivity.»

Η τελευταία μου ερώτηση αφορά την ευαισθησία: αδυναμία ή σούπερ δύναμη; «Η ευαισθησία έχει την ανασφάλεια μέσα της. Έχει την τρυφερότητα, έχει την ευαλωτότητα. Δεν είναι ανθεκτική. Χωρίς την πίστη και τη δύναμη στο ότι έχουμε τα εργαλεία να την προστατεύσουμε, είναι… εύθραυστη.»

Πέρα από τις κουβέντες, η ανθρώπινη κλίμακα της Τζεφ αποκαλύπτεται στα «μικρά»: στη φροντίδα για όσους έχουν ανάγκη, ιδίως για πρώην χρήστες, στο «mothering» που νιώθει «φυσικό» μέσα της, στην πίστη της στα ζώδια (που για εκείνη παίζουν ρόλο στον χαρακτήρα), στην οργή της για την τωρινή εξουσία και για κάθε «διεφθαρμένο επαγγελματικό χώρο» από το θέατρο μέχρι οπουδήποτε. Δεν τα βάζει με τα πρόσωπα, «φταίει το ίδιο το σύστημα».

Έχει ξεκινήσει μια δική της οργάνωση για την υγεία των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων. Δεν έχει «αληθινούς φίλους» από τα media∙ τους βρίσκει αλλού, σε ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κανονικότητας, καλλιτέχνες του δρόμου και της νύχτας, ψυχές που δεν χωρούν εύκολα σε πακέτα.

Κι όμως, πίσω από την περσόνα της δημόσιας Τζεφ, τη μακιγιαρισμένη, ευφυή, κατά στιγμές θεατρική, βλέπω κάτι απλούστερο: έναν άνθρωπο που αγαπά τα απολύτως βασικά. Εκείνα ακριβώς που λέει πως «μισεί» όταν τα ονομάζουμε «basic», αλλά που στην πράξη τιμά καθημερινά: μια χειμωνιάτικη βουτιά, ένας χυμός στον δρόμο, ένα αστείο που σπάει τον πάγο στο ασανσέρ, μια αγκαλιά στην είσοδο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κείμενο, φωτογραφίες: Χρήστος Χατζής

TAGS:
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ